- γενναιοπρεπής
- γενν-αιοπρεπής, ές,A befitting a noble: only in Adv.
-πῶς Ar.Pax988
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-πῶς Ar.Pax988
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γενναιοπρεπῶς — γενναιοπρεπής befitting a noble adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενναίος — α, ο (AM γενναῑος, α, ον, Α και ος, ον) μεγαλόψυχος, ανδρείος νεοελλ. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, άφθονος («πήρε γενναία αμοιβή») μσν. (για βάδισμα) γρήγορος αρχ. 1. αυτός που έχει τα γνωρίσματα τής γενιάς του, τής καταγωγής του 2. ο υψηλής… … Dictionary of Greek